φιρί φιρί

φιρί φιρί
Ν
(επιρρμ. φρ.)
1. επίμονα, σκόπιμα («φιρί φιρί για καβγά τό πάει»)
2. οπωσδήποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. firil firil «κυκλικά». Η άποψη ότι ο τ. προέρχεται από τη φρ. θυρί θυρί δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιρί φιρί — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., επίμονα, επίτηδες, σκόπιμα: Πάει φιρί φιρί για καβγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυρί φυρί — Ν βλ. φιρί φιρί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”